- Σατυρογράφος
- Σατυρογράφοςwriting Satyric dramasmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σατυρογράφος — (I) ον, Α αυτός που γράφει σατυρικά δράματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάτυρος + γράφος*]. (II) ο, η, Ν εσφαλμένη γραφή αντί σατιρογράφος … Dictionary of Greek
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek